- σύγχρισμα
- τὸ, ΜΑ [συγχρίω]αλοιφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγχρισμα — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρισμάτων — σύγχρισμα ointment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίσμασι — σύγχρισμα ointment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίσμασιν — σύγχρισμα ointment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίσματα — σύγχρισμα ointment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίσματι — σύγχρισμα ointment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίσματος — σύγχρισμα ointment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρισμός — ὁ, ΜΑ [συγχρίω] σύγχρισμα* … Dictionary of Greek
συγχριστός — όν, ΜΑ [συγχρίω] αυτός που χρησιμεύει ως σύγχρισμα*, ως αλοιφή … Dictionary of Greek